- ξεκαλοκαιρεύω
- ξεκαλοκαιριάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε)-* + καλοκαιρεύω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεκαλοκαιριό — το ξεκαλοκαίριασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεκαλοκαιρεύω + κατάλ. ιό (πρβλ. νοικοκυρεύομαι: νοικοκυριό)] … Dictionary of Greek